- υσσος
- ὑσσόςὁ (лат. pilum) метательное копье Polyb., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑσσός — javelin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υσσός — ὁ, ΜΑ ακόντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθ. δάνειος, άγνωστης προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. έχει εισαχθεί στην Ελληνική από τη γλώσσα τής Καρίας, ενώ, κατ άλλη άποψη, από τη Σημιτική (πρβλ. ακκαδικό ussu, εβρ. hēs, λ. με σημ. «βέλος»). Και οι… … Dictionary of Greek
ὑσσοῖς — ὑσσός javelin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσσοί — ὑσσός javelin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσσοῦ — ὑσσός javelin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσσούς — ὑσσός javelin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσσῶν — ὑσσός javelin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσσῷ — ὑσσός javelin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσσόν — ὑσσός javelin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРУЖИЕ — • Arma. I. У греков. Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) … Реальный словарь классических древностей
ύσσακος — Α (κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα ακος (πρβλ. λιθ ακός, τριβ ακός) και αξ (πρβλ. κάμ αξ, λίθ αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek